βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
ιχώρ — Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών. * * * ὁ (Α ἰχώρ) ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον αρχ. 1. αιθέριος… … Dictionary of Greek
μαργαρίνη — η τρόφιμο που παρασκευάζεται από μίγμα ζωικών και φυτικών, κυρίως, λιπών υπό μορφή γαλακτώματος σε τυρόγαλα ή σε γάλα που έχει υποστεί ζύμωση, και το οποίο έχει την πυκνότητα, την όψη, τη γεύση και την οσμή τού βουτύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
ξεπορταρός — ο ξύλινη αυλακωτή πλάκα στην οποία τοποθετείται το φρέσκο τυρί για να στραγγίσει το τυρόγαλα … Dictionary of Greek
σχίσις — εως, ἡ, ΜΑ [σχίζω] η ενέργεια τού σχίζω, σχίσιμο («αὕτη αἰτία γέγονεν, ἡ σχίσις, τοῡ δύο γεγονέναι», Πλάτ.) αρχ. 1. διακλάδωση («ἔοικε σχίσεις τε καὶ περιόδους πολλὰς ἕχειν [ἡ πρὸς τὸν Ἅδην ὁδός]», Πλάτ.) 2. φρ. «σχίσις τοῡ γάλακτος» ο… … Dictionary of Greek
σχιστός — ή, ό / σχιστός, ή, όν, ΝΑ, και σκιστός, ή, ό, Ν [σχίζω] 1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο) 2 … Dictionary of Greek
τυροβούτυρο — το, Ν είδος βουτύρου που παράγεται από το λίπος το οποίο διαφεύγει στο τυρόγαλα … Dictionary of Greek
τυρόγαλο — το, Ν βλ. τυρόγαλα … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek